- σίλουρος
- Ψάρι. >Σιλουρίδες.
Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη.
Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1. σκυφόκρινος (κρινοειδές)· 2. όμφυμα (κοράλλι)· 3. ξυλώδες (κοράλλι)· 4. φαβοζίτης (τραπεζοειδές)· 5. σπόγγος 6. πτερυγωτός (καρκινοειδές)· 7. κυρτόκερας (ναυτιλοειδές)· 8. ορνιθόκερας (ναυτιλοειδές)· 9. αυλακόπετρα (τριλοβίτης)· 10. κυκλοτρόπις (γαστερόποδο)· 11. κογχίδιο (βραχιονόποδο).
* * *ο, ΝΑνεοελλ.γένος ιχθύων τού γλυκού νερού που ανήκει στην οικογένεια σιλουρίδες τής τάξης σιλουροειδή ή σιλουρόμορφα, με αντιπροσωπευτικό το μεγαλόσωμο είδος Silurus glanis, γνωστό με την κοινή ονομασία γουλιανός, που απαντά στα ποτάμια και στις λίμνες τής Ελλάδαςαρχ.το γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, είδος ψαριών Parasilurus (Silurus) aristotelis, κν. ονομαζόμενο σήμερα γλανίδι, συγγενικό με τον γουλιανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιλ- + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. μελάν-ουρος, τράχ-ουρος. Για το α' συνθετικό σιλ-, που παρουσιάζει δυσχέρειες, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέεται με το αμάρτυρο *σιλός (βλ. λ. σίλλος), πρβλ. Σιληνός, σιληπορδῶ. Η σύνδεση αυτή ενισχύεται και σημασιολογικά λόγω τής ύπαρξης ενός μεγάλου οπίσθιου πτερυγίου στο ψάρι αυτό (πρβλ. σιλλέα «τρίχωμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.